τηλεφωνείο

τηλεφωνείο
το, Ν
τηλεπ. θάλαμος ή κτήριο στο οποίο υπάρχει εγκατάσταση τηλεφώνου για δημόσια χρήση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνεῖον, μαρτυρείται από το 1880 στον Δ. Σταματιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τηλεφωνείο — το ειδικό κατάστημα όπου υπάρχει τηλεφωνική εγκατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”